νήπτης

νήπτης
νήπτης, ὁ (Α) [νήφω]
αυτός που απέχει από την οινοποσία, νηφάλιος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νήπτης — sober masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νήπτην — νήπτης sober masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νήπτας — νήπτᾱς , νήπτης sober masc acc pl νήπτᾱς , νήπτης sober masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηπτικός — ή, ό (Α νηπτικός, ή, όν) [νήπτης] αυτός που απέχει από την οινοποσία, νηφάλιος, σώφρων, συνετός νεοελλ. φρ. α) «νηπτική θεολογία κίνηση και τάση τής ορθόδοξης χριστιανικής θεολογίας και ασκητικής εμπειρίας, πνευματικό περιεχόμενο τής οποίας είναι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”